πολτοποίηση

πολτοποίηση
η
η πράξη του πολτοποιώ, η μεταβολή ενός στερεού σε πολτό: Όλα τα παλιά βιβλία τα στέλνουμε στο εργοστάσιο για πολτοποίηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολτοποίηση — η, Ν η μετατροπή σε πολτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολτοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πολτοποίησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • καυκιά — η [καύκα] ξύλινο ή λίθινο αβαθές δοχείο με πλατύ στόμιο το οποίο χρησιμεύει για την τριβή ή πολτοποίηση με το γουδοχέρι διαφόρων παρασκευασμάτων μαγειρικής, το γουδί …   Dictionary of Greek

  • κρεατοκόπτης — και κρεοκόπτης, ο 1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος 2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο κόπτης, χαρτο κόπτης] …   Dictionary of Greek

  • λάσπωμα — το [λασπώνω] 1. λέρωμα με λάσπη 2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα 3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου …   Dictionary of Greek

  • λειώμα — το [λειώνω] 1. η πολτοποίηση με σύνθλιψη 2. συνεκδ. το πολτοποιημένο σώμα 3. το τελείως τριμμένο, φθαρμένο αντικείμενο 4. φρ. α) «έγινα λειώμα στο μεθύσι» μέθυσα πολύ, έγινα τύφλα στο μεθύσι β) «τώρα μ έκανες λειώμα» είπες κάτι και μέ ντρόπιασες… …   Dictionary of Greek

  • λειώσιμο — το [λειώνω] τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση 2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα 3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα …   Dictionary of Greek

  • μηλοκοπικός — μηλοκοπικός, ή, όν (ΑΜ) αυτός που χρησιμεύει για πολτοποίηση μήλων («μηλοκοπικοί λίθοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κοπικός (< κόπος), μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μηλοκόπος] …   Dictionary of Greek

  • μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …   Dictionary of Greek

  • χυλοποίηση — η / χυλοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. χιλοποίησις Α [χυλοποιῶ] μετατροπή τών τροφών σε χυλό κατά τη διαδικασία τής πέψης νεοελλ. πολτοποίηση …   Dictionary of Greek

  • χύλωμα — το, Ν [χυλῶ / ώνω] μετατροπή σε χυλό, πολτοποίηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”